Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀχλικῶς — ὀχλικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχλικός — ὀχλικός, ή, όν (Α) [όχλος] αυτός που ανήκει στον λαό, λαϊκός. επίρρ... ὀχλικώς (Α) με οχλικό τρόπο … Dictionary of Greek